- βαττολογώ
- (ε) αμετ. болтать, пустословить, нести вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαττολογώ — (AM βαττολογῶ, έω) φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < *βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό ττ ) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
βατταλαλώ — 1. βγάζω άναρθρες κραυγές 2. λέω λέξεις και φράσεις ασυνάρτητες 3. φλυαρώ 4. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 5. περιφέρομαι άσκοπα εδώ και εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαττολογώ + λαλώ, με συμφυρμό] … Dictionary of Greek
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek
βαττολογία — η (Μ βαττολογία) [βαττολογώ] φλυαρία, μωρολογία … Dictionary of Greek
βαττολόγος — ο [βαττολογώ] φλύαρος, αυτός που μωρολογεί … Dictionary of Greek
Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek